εκλειπτικός

εκλειπτικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη ή την εκλειπτική (βλ. λλ.): Εκλειπτικός μήνας.
2. το αρσ. ως ουσ., εκλειπτικός (ενν. κύκλος), ο κύκλος που στο επίπεδό του πρέπει να συμπέσουν Ήλιος και Σελήνη για να γίνει έκλειψη, ο ηλιακός κύκλος.
3. το θηλ. ως ουσ., εκλειπτική (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκλειπτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλειπτικός — ή, ό (Α ἐκλειπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτική ο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιο αρχ. 1. αυτός που προκλήθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • ἐκλειπτικά — ἐκλειπτικός of neut nom/voc/acc pl ἐκλειπτικά̱ , ἐκλειπτικός of fem nom/voc/acc dual ἐκλειπτικά̱ , ἐκλειπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικῶν — ἐκλειπτικός of fem gen pl ἐκλειπτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικόν — ἐκλειπτικός of masc acc sg ἐκλειπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικαῖς — ἐκλειπτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικοῖς — ἐκλειπτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικοί — ἐκλειπτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικοῦ — ἐκλειπτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτικούς — ἐκλειπτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”